The aim of this study is the investigation of the attitude of people who work as music teachers against their difficulties and perspectives, the negative effects of work on family and vice versa, as well as the factors connected with professional development. Moreover, the satisfaction from the work object and position will be investigated, as well as the professional burnout and the impact of the family.
Teachers are numbered among the professional groups with the most possibilities to experience professional burnout. However, there are no sufficient research data in Greece and internationally regarding music teachers. The demonstration of professional burnout in teachers include mental and physical exhaustion and low performance in the school environment. The teacher-student relationship is disturbed, whereas a low self-esteem is noticed, as well as cynicism, reduced interest and lack of work satisfaction. The related lack of research data in Greece, regarding the relationship of music teachers with reference to the levels of professional burnout, work satisfaction and the impact of their family relations, as well as the lack of research data internationally regarding the evaluation of the variables in question in both genders have given the stimulus for the planning of the present study.
Περιεχόμενα
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. Η ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
1.1 Επαγγελματική εξουθένωση και ψυχοκαταπόνηση (stress)
1.2 Ιστορική αναδρομή
1.3 Συμπτώματα και ενδείξεις του burnout
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΙΚΑΝOΠOΙΗΣΗ
2.1 ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ
2.2 ΕΡΕΥΝΕΣ
2.3 Παράγοντες επαγγελµατικής εξουθένωσης (Στάδια-Παράγοντες)
2.4 Η αντιµετώπιση του στρες των εκπαιδευτικών
ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
1. Σκοπός και ερευνητικές υποθέσεις της μελέτης
2. Υλικό και μέθοδος
2.1 Δείγμα
2.2 Ερευνητικά εργαλεία
2.3 Διαδικασία
2.4 Στατιστική Επεξεργασία
3. Αποτελέσματα της μελέτης
4. Συζήτηση
Βιβλιογραφία
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Οι εκπαιδευτικοί συγκαταλέγονται στις επαγγελματικές ομάδες με τις περισσότερες πιθανότητες να βιώσουν επαγγελματική εξουθένωση. Ωστόσο, αναφορικά με τους εκπαιδευτικούς μουσικής δεν υπάρχουν αρκετά ερευνητικά δεδομένα στον ελλαδικό χώρο , αλλά και διεθνώς.
Οι εκδηλώσεις της επαγγελματικής εξουθένωσης στους εκπαιδευτικούς περιλαμβάνουν ψυχική και σωματική εξάντληση και χαμηλή απόδοση στο σχολικό περιβάλλον. Η σχέση του εκπαιδευτικού με τους μαθητές του διαταράσσεται, ενώ παρατηρείται χαμηλή αυτό-εκτίμηση, κυνισμός, μειωμένο ενδιαφέρον και έλλειψη ικανοποίησης από την εργασία. Η σχετική απουσία ερευνητικών δεδομένων από τον Ελλαδικό χώρο, τα οποία να αφορούν τη σχέση των καθηγητών μουσικής ως προς τα επίπεδα της επαγγελματικής εξουθένωσης, της ικανοποίησης από την εργασία και της επίδρασης των οικογενειακών τους σχέσεων, καθώς και η απουσία ερευνητικών δεδομένων διεθνώς αναφορικά με την αξιολόγηση των εν λόγω μεταβλητών στα δύο φύλα έδωσαν το έναυσμα για το σχεδιασμό της παρούσας μελέτης.
Σκοπός της μελέτης ήταν η διερεύνηση της στάσης των ατόμων που εργάζονται ως καθηγητές μουσικής απέναντι στις δυσκολίες και στις προοπτικές τους, στις αρνητικές επιδράσεις της εργασίας στην οικογένεια και αντίστροφα, καθώς και στους παράγοντες που συνδέονται με την επαγγελματική εξέλιξη. Επιπλέον, θα διερευνηθεί η ικανοποίηση από το αντικείμενο και τη θέση εργασίας, η επαγγελματική εξουθένωση καθώς και η επίδραση της οικογένειας.
ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στο πρώτο μέρος της παρούσας εργασίας γίνεται ανασκόπηση της βιβλιογραφίας που αναφέρεται στις εκδηλώσεις της επαγγελματικής εξουθένωσης στους εκπαιδευτικούς. Δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στον κλάδο των εκπαιδευτικών μουσικής, για τον οποίο λιγοστά ερευνητικά δεδομένα είναι διαθέσιμα. Ακολουθεί η περιγραφή της μεθοδολογίας και η στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων. Στη συνέχεια συζητούνται τα ευρήματα και οι περιορισμοί της μελέτης σε σχέση με τις ιδιαιτερότητες που εμφανίζει ο κλάδος των εκπαιδευτικών της μουσικής.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. Η ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
1.1 Επαγγελματική εξουθένωση και ψυχοκαταπόνηση (stress)
Ο άνθρωπος στη σύγχρονη εποχή αντιµετωπίζει όλο και περισσότερες πιεστικές ανάγκες και συνεπώς, διαρκώς περισσότερο στρες. Η εµφάνιση όλο και περισσότερων ασθενειών, όπως είναι οι νευρώσεις, τα έλκη, οι πονοκέφαλοι, έχει συσχετιστεί µε την επίδραση στρεσογόνων παραγόντων. Επιπλέον, πολλές απουσίες από την εργασία οφείλονται σε στρες και όχι σε καθαρά σωµατικές ασθένειες (Burke & Richardsen, 1996).
Ο ορισµός του «στρες» εξαρτάται πολύ από την προσέγγιση των ειδικών που χρησιµοποιούν τον εκάστοτε ορισµό.
Ο Selye (1956) µίλησε για την αντίδραση του οργανισµού σε µία πιεστική κατάσταση και για τη σχέση µιας ολικής σωµατικής αντίδρασης µε κάποιον περιβαλλοντικό στρεσογόνο παράγοντα.
Ο Lazarus (1993) υποστηρίζει ότι το στρες είναι το αποτέλεσµα της ενεργητικής αλληλεπίδρασης του ατόµου µε το περιβάλλον του και ότι µπορεί να έχει φυσιολογικές, ψυχολογικές καικοινωνιολογικές παραµέτρους, οι οποίες δεν είναι απαραίτητα ανεξάρτητες η µία απ’την άλλη. Όταν το άτοµο αντιληφθεί ότι οι απαιτήσεις µιας κατάστασης είναι δυσανάλογα µεγάλες µε τις δυνατότητές του, τότε ο οργανισµός αντιδρά (Sarafino, 1999).
Το στρες του εκπαιδευτικού εµπίπτει στη γενική κατηγορία του άγχους που δηµιουργείται από το επάγγελµα, το οποίο είναι γνωστό στη διεθνή βιβλιογραφία µε τον όρο «εργασιακό στρες» (occupational stress). Γνωστός όρος επίσης είναι ο όρος «βιοµηχανικό στρες» (industrial stress), o οποίος, οµοίως, αναφέρεται στο στρες που δηµιουργείται από την εργασία.
Συγκεκριµένα, ο όρος αυτός αποδίδεται στους Cobb και Rose (1973), οι οποίοι βρήκαν ότι υπάρχει µία σηµαντική σχέση ανάµεσα στην υπέρταση, το έλκος και το διαβήτη στους ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας.
Ο όρος «βιοµηχανικό άγχος» αναφέρεται σε άγχος του ρόλου, όπου ο εργαζόµενος αντιµετωπίζει διφορούµενες ή συγκρουόµενες απαιτήσεις από τους άλλους, ή σε υπερφόρτιση του ρόλου του, όταν η εργασία είναι υπερβολικά δύσκολη ή πάρα πολλή σε ποσότητα, σχετικά µε την ικανότητα που πιστεύει ότι αυτός έχει.
Αναλυτικά, ο μαχόμενος εκπαιδευτικός αλλά και το στέλεχος διοίκησης έχει, πολύ συχνά, να αντιμετωπίσει καταστάσεις πιεστικές προς το δικό του σύστημα του Εαυτού, τις οποίες εάν δε μπορέσει να αντιμετωπίσειμε επιτυχία τότε ούτε το μαθητή του δε θα μπορεί να βοηθήσει.
Από την πλευρά του μαθητή, η ακαδημαϊκή αυτοαντίληψη έχει θετική συνάφεια με τη σχολική του επίδοση (Τσίρος, 2007) .
Η αυτοεκτίμηση αποτελεί τη συναισθηματική διάσταση του συστήματος του Εαυτού, η οποία επιδέχεται βελτίωση (Ellis,1973; Τσίρος, 2007). Είναι, έτσι, δυνατόν να προσεγγισθεί προληπτικά και θεραπευτικά τόσο η διαδικασία της μάθησης από την πλευρά του μαθητή όσο και το φαινόμενο της επαγγελματικής εξουθένωσης από την πλευρά του εκπαιδευτικού.
Ο όρος «επαγγελµατική εξουθένωση» (burn out) χρησιµοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Freudenberger (1975) για να χαρακτηρίσει τον κορεσµό ή την εξάντληση από το επάγγελµα. Ο Freudenberger χρησιµοποίησε τον όρο αυτό µετά από παρατηρήσεις που διεξήγαγε σε βοηθούς κοινωνικών επαγγελµάτων. Συγκεκριµένα, παρατήρησε ότι συχνά πολυάσχολοι και υπεύθυνοι βοηθοί παρουσίαζαν συµπτώµατα σωµατικής εξάντλησης και υπνηλίας και γίνονταν ευέξαπτοι, µεροληπτικοί και καχύποπτοι, µε αρνητικές στάσεις απέναντι στην εργασία τους και τους πελάτες, οι οποίες συχνά εξελίσσονταν σε καταθλιπτικά συµπτώµατα.
Οι Maslach & Jackson (1986) υποστήριξαν ότι είναι δυνατό να αξιολογήσουμε την επαγγελματική εξουθένωση των εργαζόμενων χρησιμοποιώντας τον Κατάλογο Επαγγελματικής Εξουθένωσης (Maslach Burnout Inventory (MBI). Η κλίμακα αυτή αξιολογεί τα ακόλουθα τρία βασικά στοιχεία: α) το βαθμό συναισθηματικής εξάντλησης, β) τα επίπεδα αποπροσωποποίησης και γ) την αίσθηση μειωμένων προσωπικών επιτευγμάτων.
Η πρώτη διάσταση ονομάζεται «συναισθηματική εξάντληση» και περιλαμβάνει αισθήματα ψυχικής και σωματικής κόπωσης, καθώς και απώλεια ενέργειας και διάθεσης, που οδηγεί σε αποπροσωποποίηση και έλλειψη προσωπικής επίτευξης.
Η δεύτερη διάσταση ονομάζεται «αποπροσωποποίηση», με την οποίο περιγράφεται η απομάκρυνση και αποξένωση του εργαζόμενου από τους ασθενείς/πελάτες του και η εγκαθίδρυση απρόσωπων, επιθετικών και κυνικών σχέσεων με αυτούς.
Η τρίτη διάσταση ονομάζεται «έλλειψη προσωπικής επίτευξης» και αναφέρεται στην αίσθηση που αποκτά ο εργαζόμενος ότι είναι ανίκανος να προσφέρει στον χώρο εργασίας του και κατά συνέπεια μειώνεται η αποδοτικότητά του σε αυτόν.
Στους λόγους εμφάνισης του φαινομένου περιλαμβάνονταιη συναισθηματική εμπλοκήτων εκπαιδευτικών στις σχέσεις τους με μαθητές και γονείς,η συμμόρφωση με κανόνες και μειωμένη αυτονομίαπου τους προσδίδει το σχολικό περιβάλλον σε αντίθεση με την ανάγκη τους για ανεξαρτησία και προσδιορισμό των προσωπικών τους στόχων που θα τους οδηγήσει στην υπαρξιακή ολοκλήρωση. Άλλα αίτια είναι η ασάφεια ρόλων και έλλειψη αναγνώρισης καθώς και οι υψηλές αυτοεπιβαλλόμενες προσδοκίες τους (Brock & Grady, 2000; Halling, 2004).
Σύµφωνα µε τον Hendrickson (1979), η εργασιακή εξουθένωση των εκπαιδευτικών είναι η σωµατική, συναισθηµατική και ψυχολογική εξάντληση, που αρχίζει όταν ο εκπαιδευτικός διακατέχεται από ένα συναίσθηµα απώλειας ενδιαφέροντος για τη διδασκαλία.
Οι ψυχολόγοι ισχυρίζονται ότι η επαγγελματική εξουθένωση δεν είναι ένα βραχυπρόθεσμο πρόβλημα που ξεκινάει το πρωί της Δευτέρας και τελειώνει το μεσημέρι της Παρασκευής. Η εξάντληση αυτού του τύπου κλιμακώνεται σταδιακά και έχει ως αποτέλεσμα πολλά μακροχρόνια προβλήματα όπως αισθήματα απελπισίας και ανεπάρκειας, ενώ συχνά επεκτείνεται σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης ζωής.
1.2 Ιστορική αναδρομή
Ο όρος επαγγελµατική εξουθένωση υιοθετήθηκε στην ελληνική γλώσσα από τους Παπαδάτου & Αναγνωστόπουλου (1995). Στην διεθνή βιβλιογραφία αναφέρεται ως burnout.
Στις αρχές του προηγούµενου αιώνα η φράση “to burn oneself out” σήµαινε το να δουλεύεις πολύ και να πεθαίνεις γρήγορα (Partridge, 1961, αναφ. στο Schaufeli & Enzmann, 1998), ενώ πιο πρόσφατα, τo 1961, ο συγγραφέας Graham Greene έκανε χρήση του όρου στο µυθιστόρηµα του “A Burn Out Case”, όπου αφηγείται την ιστορία του Querry, ενός αρχιτέκτονα που παρατάει τη δουλειά του για να πάει στη ζούγκλα της Αφρικής.
Ως ψυχολογικός όρος, το burnout χρησιµοποιήθηκε πρώτη φορά από τον Bradley (1969, αναφ. στο Schaufeli & Enzmann, 1998 ) για να περιγράψει έναν φαινόµενο που συµβαίνει σε επαγγέλµατα που σχετίζονται µε παροχή βοήθειας.
Παρ’ όλα αυτά, ο ψυχίατρος Freudenberger είναι αυτός που θεωρείται ότι πρώτος ανέδειξε το σύνδροµο. Σε µια µελέτη του (1974) αναφέρει ότι πολλοί εθελοντές της ψυχιατρικής κλινικής όπου και ο ίδιος δούλευε, βίωναν µια σταδιακή εξάντληση ενέργειας και απώλεια κινήτρων και δέσµευσης, που συνοδευόταν από ένα ευρύ φάσµα πνευµατικών και σωµατικών συµπτωµάτων. Για να περιγράψει το φαινόµενο αυτό διάλεξε τη λέξη burnout, η οποία συχνά χρησιµοποιούταν στην άτυπη καθηµερινή οµιλία από τους ειδικούς για να περιγράψει τα αποτελέσµατα της µακρόχρονης χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών (βλ. Schaufeli & Enzmann, 1998).
Η πρώτη φάση της µελέτης του φαινοµένου (βλ. Maslach et al., 2001) ξεκινάει την δεκαετία του 1970: Τα πρώτα άρθρα γράφονται από τον Freudenberger (1975), ο οποίος παραθέτει ακριβείς περιγραφές των συµπτωµάτων που βίωναν τόσο ο ίδιος όσο και οι συνάδελφοί του. Σχεδόν ταυτόχρονα, µια κοινωνική ψυχολόγος, η Maslach (1976) µελετά τα συναισθήµατα και το στρες στο χώρο της εργασίας και µετά από πολλές συνεντεύξεις ατόµων µε ανθρωπιστικά επαγγέλµατα καταλήγει σε κάποια σταθερά χαρακτηριστικά της επαγγελµατικής εξουθένωσης. Η πρώτη αυτή περίο-δος έχει χαρακτήρα περισσότερο ποιοτικό και περιγραφικό, παρά ποσοτικό και προσανατολισµό κλινικό και εφαρµοσµένο, αντικατοπτρίζοντας το σύνολο των κοινωνικών, οικονοµικών, ιστορικών και πολιτισµικών παραγόντων που επικρατούν στην δεκαετία του ’70 στην Αµερική.
Η δεύτερη φάση, η εµπειρική ή ερευνητική, όπως ονοµάστηκε (Maslach et al., 2001), ξεκινά το 1980: Τα ονόµατα των δύο κοινωνικών ψυχολόγων που συνδέθηκαν περισσότερο µε την περίοδο αυτή είναι της Christina Maslach και της Ayala Pines, που πέρα από κάθε πρόβλεψη τοποθέτησαν την επαγγελµατική εξουθένωση σε περίοπτη θέση στην “επιστηµονική ατζέντα” (Schaufeli & Enzmann, 1998). Η περίοδος αυτή είναι πιο συστηµατική.
Η δουλειά γίνεται περισσότερο ποσοτική και αρχίζει να χρησιµοποιεί µεθοδολογία έρευνας, ερωτηµατολόγια και µεγαλύτερα δείγµατα.
Ο συνδυασµός της οργανωτικής ψυχολογίας µε την πρόοδο που έχει γίνει στην κλινική και κοινωνική ψυχολογία παράγει µια µεγάλη ποικιλία από διαφορετικές προοπτικές για την µελέτη της επαγγελµατικής εξουθένωσης.
Μετά το 1990 διάφοροι ερευνητές (Cherniss, 1980; Golembiewski et al, 1986, αναφ. στο Schaufeli & Enzmann, 1998) διευρύνουν την µελέτη της επαγγελµατικής εξουθένωσης και σε επαγγέλµατα πέραν των επαγγελµάτων υγείας που όµως συνεπάγονται επαφή µε ανθρώπους, όπως στρατιωτικοί, διευθυντές, γραµµατείς κλπ.
Επιπλέον, στην φάση αυτή υπάρχουν ήδη αρκετές διαχρονικές έρευνες µε σηµαντικά ευρήµατα όσον αφορά τους τρόπους παρέµβασης µε σκοπό την αντιµετώπιση της επαγγελµατικής εξουθένωσης. (Maslach et al., 2001).
Για να κατανοήσουµε την αύξηση του επαγγελµατικού στρες, άρα και του burnout, τα τελευταία χρόνια, πρέπει σύµφωνα µε τους Schaufeli & Enzmann (1998) να λάβουµε υπόψη όχι µόνο παράγοντες που σχετίζονται στενά µε το είδος του επαγγέλµατος αλλά και τις σύγχρονες αλλαγές σε κοινωνικό, πολιτιστικό και ιδεολογικό επίπεδο.
Αναφέρουν επτά τέτοιους παράγοντες:
- Η αύξηση των επαγγελµάτων παροχής υπηρεσιών σε αντίθεση µε τα γεωργικά ή βιοµηχανικά επαγγέλµατα.
- Η αυξηµένη, σε σχέση µε παλιότερα, σηµερινή τάση να δίνουµε “ταµπέλες” και ονόµατα σε προβλήµατα, παράπονα και ψυχολογικές δυσκολίες, µε αποκορύφωµα τη λέξη “στρες”.
- Ο ατοµικισµός των σύγχρονων κοινωνιών και η έλλειψη υποστηρικτικών δικτύων.
- Οι αυξηµένες πνευµατικές, γνωστικές και συναισθηµατικές απαιτήσεις των περισσότερων σύγχρονων επαγγελµάτων.
- Η αµφισβήτηση της αυθεντίας και του κοινωνικού κύρους πολλών ανθρωπιστικών επαγγελµάτων, κυρίως εκπαιδευτικών, ιατρικών κλπ. (Cherniss, 1995).
- Μύθοι και κοινωνικώς αποδεκτές πεποιθήσεις σχετικά µε συγκεκριµένα επαγγέλµατα,που δηµιουργούν σε νέους επαγγελµατίες µη ρεαλιστικές προσδοκίες. (Cherniss, 1980a).
- Η παραβίαση του λεγόµενου “ψυχολογικού συµβολαίου” (Rousseau, 1989) µεταξύ του ατόµου και του οργανισµού: Σε γενικές γραµµές, οι υπάλληλοι δίνουν περισσότερα και λαµβάνουν λιγότερα από τον εργοδότη τους.
1.3 Συμπτώματα και ενδείξεις του burnout
Οι Le Compte & Dworkin (1991, αναφ. στο Παπαστυλιανού, 1997) παρατηρούν ότι, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη, το φαινόµενο της επαγγελµατικής εξουθένωσης αποτελεί τα τελευταία χρόνια ένα σηµαντικό πρόβληµα για το επάγγελµα των εκπαιδευτικών και σε πολλές χώρες οι κυβερνήσεις καταφεύγουν σε δελεαστικές για τους νέους προτάσεις ώστε να ακολουθήσουν το επάγγελµα του εκπαιδευτικού που φαίνεται να φθίνει.
Σε γενικές γραµµές η σύγχρονη έρευνα έχει αποδείξει ότι η επαγγελµατική εξουθένωση αποτελεί πράγµατι ένα σοβαρό πρόβληµα για καθηγητές και δασκάλους. Σύµφωνα µε τον Farber (1991, αναφ. στο Bakker et al, 2000) το 5%–10% των Αµερικανών εκπαιδευτικών πάσχει από επαγγελµατική εξουθένωση, ενώ ένα ποσοστό 30%–35% από αυτούς είναι δυσαρεστηµένοι µε την δουλειά τους. Οµοίως, Αυστραλοί ερευνητές (Otto, 1986, Bransgrove, 1994, αναφ. στο Dorman, 2003) έχουν δείξει ότι οι καθηγητές της δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα στρες σε σχέση µε άλλους υπαλλήλους.
Συγκεκριµένα, το ποσοστό των Αυστραλών καθηγητών που φαίνεται να έχουν υψηλό στρες ανέρχεται στο ένα τρίτο. Κατά τον Kyriacou (2001), ερωτηµατολόγια που ζητούν από καθηγητές να αξιολογήσουν την δική τους εµπειρία στην βίωση στρες, συνήθως δείχνουνότι περίπου ένα τέταρτο από αυτούς θεωρούν την διδασκαλία ως πολύ ή εξαιρετικά στρεσογόνο επάγγελµα.
Όπως αναφέρουν οι Bakker et al. (2000), η επαγγελµατική εξουθένωση σε καθηγητές έχει συσχετιστεί µε ψυχοσωµατικά παράπονα και ασθένειες (Belcastro et al., 1982), ψυχολογικά συµπτώµατα (Greenglass et al., 1990) και στρεσογόνες συµπεριφορικές αντιδράσεις (Siedman & Zager, 1991). Αποτελέσµατα του συνδρόµου σε εκπαιδευτικούς οι Burke, Greenglass & Schwarzer (1996) θεωρούν τα καρδιακά συµπτώµατα και την καταθλιπτική διάθεση.
Ο Καντά, όµως (1996), έχει δείξει ότι στον ελληνικό πληθυσµό οι εκπαιδευτικοί παρουσιάζουν χαµηλότερα επίπεδα επαγγελµατικής εξουθένωσης απ’ ό,τι ισχύει σε πληθυσµούς άλλων χωρών, υποθέτοντας ότι αυτή η διαφορά µπορεί να οφείλεται στην ελληνική οικογένεια και στις υποστηρικτικές σχέσεις που υπάρχουν σε ποικίλους ελληνικούς επαγγελµατικούς χώρους.
Πάντως, έναν “αντίλογο” στην διεθνή βιβλιογραφία έχει φέρει ο Kapel (1992, αναφ. στο Κάντας, 1996) ισχυριζόµενος ότι:“Όσον αφορά τους εκπαιδευτικούς, πρέπει να επισηµανθεί ότι ενώ τα επίπεδα άγχους και εξουθένωσης που παρουσιάζουν σε διάφορες έρευνες είναι µερικές φορές υψηλά, δεν έχουµε κάποια στοιχεία που να δείχνουν ότι η επαγγελµατική αυτή κατηγορία αντιµετωπίζει κάποια αυξηµένα προβλήµατα ψυχικής ή σωµατικής υγείας. Φαίνεται ότι οι εκπαιδευτικοί είτε υπερβάλλουν στα σχετικά ερωτηµατολόγια, είτε (που είναι και το πιθανότερο) οι µεγάλες περίοδοι διακοπών και η συναδελφική στήριξη είναι σωτηρία στην περίπτωσή τους”.
Α) Το στρες των εκπαιδευτικών
Γενικά το στρες µπορεί να επέλθει, όταν ο εργαζόµενος δεν «ταιριάζει» αρκετά µε την εργασία, ή όταν η εργασία του ενέχει υπευθυνότητα για την ασφάλεια, την ευηµερία ή τη συµπεριφορά των άλλων. Τα ανθρωπιστικά επαγγέλµατα και ιδιαίτερα το επάγγελµα του εκπαιδευτικού, είναι σαφές ότι συγκεντρώνουν πολλά από αυτά τα στοιχεία. Αρκετοί εκπαιδευτικοί θεωρούν τη διδασκαλία ιδιαίτερα στρεσογόνο. Οι κυριότεροι λόγοι δηµιουργίας στρες που έχουν αναφερθεί από αυτούς είναι η έλλειψη κινήτρων από πλευράς των µαθητών, η έλλειψη χρόνου για την επίλυση προβληµάτων που ανακύπτουν καθηµερινά, η έλλειψη πειθαρχίας των µαθητών, η δυσκολία συνεννόησης µεταξύ των διδασκόντων, ακόµη και η ελλιπής υλικοτεχνική υποδοµή (Kloska & Raemasut, 1985).
Το στρες του εκπαιδευτικού µπορεί να εκδηλώνεται µε σύγχυση, επιθετικότητα, αποφευκτική συµπεριφορά, αυξηµένη τάση για απουσίες, µείωση στην απόδοση τόσο του ίδιου όσο και των µαθητών. Πλευρές της απόδοσης του εκπαιδευτικού, όπως δηµιουργικότητα και εφαρµογή διδακτικών τεχνικών, πλήττονται όταν αυτός βιώνει έντονο στρες. Είναι δύσκολο να καθορίσουµε ακριβώς ποιοι παράγοντες και σε τι συνδυασµό θα καταλήξουν στη δηµιουργία υψηλού βαθµού στρες σε κάθε άτοµο ξεχωριστά.
Σύμφωνα με ερευνητικά δεδομένα, η επαγγελματική εξουθένωση των εκπαιδευτικών σχετίζεται αρνητικά με την υπαρξιακή τους ολοκλήρωση, με αποτέλεσμα η πραγματική ολοκλήρωση μέσω της εργασίας να αποτελεί την πλέον κατάλληλη προστασία τους από την εξουθένωση. Πιο συγκεκριμένα, όσο υψηλότερα εμφανίζονται στους εκπαιδευτικούς τα επίπεδα αποστασιοποίησης, αυθυπέρβασης και ελευθερίας τόσο χαμηλότερα αποδεικνύονται τα επίπεδα της επαγγελματικής εξουθένωσης που βιώνουν.
Φαίνεται λοιπόν ότι οι υπαρξιακές στάσεις απέναντι στη ζωή συνδέονται άμεσα με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα και κυρίως με την ερμηνεία της.
Η επαγγελματική εξουθένωση προκύπτει από την έλλειψη υπαρξιακού νοήματος για τις δραστηριότητες στις οποίες εμπλέκεται το άτομο καθώς και την έλλειψη πληρότητας λόγω καθοδήγησης από υποκειμενικούς – προσωπικούς στόχους και όχι από την ουσία και το αντικείμενο της εργασίας (Langle , 2003).
Βάσει της υπαρξιακής ερμηνείας, η αντιμετώπιση της επαγγελματικής εξουθένωσης των εκπαιδευτικών μπορεί να επιτευχθεί εστιάζοντας στη στάση και το νόημα που αποκτά το άτομο για τη ζωή και στη διερεύνηση και επεξεργασία των υπαρξιακών στάσεων. Επιπλέον, μέσα από τεχνικές χαλάρωσης και καθοδήγηση από υποκειμενικούς και όχι αλλότριους στόχους, ο εκπαιδευτικός μπορεί να προσεγγίσει την επαγγελματική ικανοποίηση και συνεπώς την υπαρξιακή ολοκλήρωση (Langle, 2003).
Το στρες των εκπαιδευτικών και οι παράγοντες που συµβάλλουν στην επαγγελµατική εξουθένωση είναι: η πειθαρχία των µαθητών, οι αρνητικές στάσεις των µαθητών προς το σχολείο, ο µη επαρκής χρόνος προετοιµασίας, η έλλειψη σαφούς καθορισµού του ρόλου του εκπαιδευτικού κ.ά.
Επίσης η προσωπικότητα του εκάστοτε εκπαιδευτικού και η ιδεολογία του έχουν προσδιοριστεί ως σηµαντικοί παράγοντες στη δηµιουργία αλλά και στην αντιµετώπιση του στρες.
Οι Kyriacou και Sutcliffe (1977 & 1978) ορίζουν το στρες ως µία αντίδραση από τον εκπαιδευτικό αρνητικού συναισθήµατος (όπως οργή ή κατάθλιψη) που συνοδεύεται από ενδεχόµενες παθογόνες φυσιολογικές µεταβολές (όπως ταχυπαλµία) ως αποτέλεσµα απαιτήσεων στο διδάσκοντα, αναφορικά µε τον επαγγελµατικό του ρόλο. Τονίζουν επίσης το διαµεσολαβητικό ρόλο που παίζει η αντίληψη ότι οι απαιτήσεις από το διδάσκοντα συνιστούν µία απειλή στην αυτοεκτίµησή του και αναφέρονται στους µηχανισµούς αντιµετώπισης που ενεργοποιούνται για να µειώσουν την απειλή αυτή.
Συνοπτικά, το στρες του εκπαιδευτικού εξαρτάται από τους ακόλουθους παράγοντες:
- Τη σύγκρουση ρόλων ή την ασάφεια του ρόλου.
- Την εκτίµηση του εκπαιδευτικού ότι δεν είναι ικανός να αντιµετωπίσει τις απαιτήσεις του επαγγέλµατος.
- Τη µειωµένη ικανότητά του να αντιµετωπίσει τις απαιτήσεις του επαγγέλµατος, εξαιτίας µη ικανοποιητικών συνθηκών εργασίας.
- Τις άγνωστες ή νέες επαγγελµατικές απαιτήσεις.
- Πηγές έξω από το ρόλο του ως εκπαιδευτικού.
Η επαγγελματική εξουθένωση είναι ένας τύπος εργασιακού στρες στον οποίο έχει δοθεί μεγάλη προσοχή τα τελευταία χρόνια (Fagin et al, 1996; Schuler, 1983; Seaward, 1994). Η επαγγελματική εξουθένωση εμφανίζεται ως μια απόκριση στις χρόνιες πηγές συναισθηματικού και διαπροσωπικού στρες στην εργασία (Antoniou, 1999; Brief, Schuler and Van Sell, 1981; Burke and Richardsen, 1996; Hobfoll and Freedy, 1993; Κάντας, 1996; Kckinnon, 1998; Leiter and Maslach, 1988, 2005; Maslach, 1982; Maslach and Jackson, 1986; Spector, 1999; Σταθάτου, 1989). Η επαγγελματική εξουθένωση είναι πρόβλημα για τους επαγγελματίες που παρέχουν φροντίδα, συχνά κάτω από συναισθηματικά φορτισμένες συνθήκες (Cherniss, 1980 a,b; Cox, Kuk and Leiter, 1993; Demir, Ulosoy, and Ulosoy, 2003).
Η επαγγελματική εξουθένωση είναι ένα σύνδρομο συναισθηματικής εξουθένωσης, αποπροσωποποίησης και μειωμένης προσωπικής επίτευξης που εμφανίζεται μεταξύ των ατόμων που εργάζονται με ανθρώπους (Ανυφαντάκη, 1996; Νικολάου, 2005).
Η συναισθηματική εξουθένωση αναφέρεται στο πώς νοιώθει κάποιος όταν έχει υπερεπενδύσει συναισθηματικά στην επαφή του με άλλους. Καθώς τα συναισθηματικά αποθέματα μειώνονται, αισθάνεται ότι δεν είναι πλέον ικανός να «επενδύσει ενέργεια» στους άλλους. Όπως το έθεσε ένας επαγγελματίας, «δεν είναι ότι δε θέλω να βοηθήσω αλλά δε μπορώ, φαίνεται ότι έχω κουραστεί να συμπάσχω» (Firth-Cozens and Payne, 1999). Η αποπροσωποποίηση αναφέρεται στη χωρίς συναίσθημα απόκριση στους ανθρώπους, συχνά στους λαμβάνοντες φροντίδα. Αυτή η αρνητική διάθεση ίσως μεταφράζεται σε αγένεια, έλλειψη ευαισθησίας ή ακόμη και ακατάλληλη συμπεριφορά και απόσυρση. Η μειωμένη προσωπική επίτευξη αναφέρεται στη μειωμένη αίσθηση πληρότητας και επιτυχούς επίτευξης που έχει κάποιος στην εργασία του με ανθρώπους και που μπορεί, στη συνέχεια, να αναπτύξει πιο ακραία συναισθήματα, όπως της ανεπάρκειας, της αποτυχίας, της απώλειας της αυτοεκτίμησης, ακόμη και συμπτώματα κατάθλιψης (Maslach, 1989; Maslach and Leiter, 1997).
Χαρακτηριστική ένδειξη εμφάνισης της επαγγελματικής εξουθένωσης αποτελεί η αποθάρρυνση του επαγγελματία, κάτω από το φόρτο και την απαιτητική φύση της εργασίας του, που τον προβληματίζει για το πώς θα αντιμετωπίσει την επόμενη μέρα και πώς θα αφιερωθεί ολόψυχα στους ασθενείς του. Ταυτόχρονα δημιουργεί την αίσθηση στον επαγγελματία ότι δεν είναι ικανός ή ότι δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του ή σε αυτές του εργασιακού του περιβάλλοντος. Συχνά η αποθάρρυνση εντείνεται όταν ασκείται κριτική σ’ αυτόν ή όταν δεν αναγνωρίζονται οι προσπάθειές του και οδηγείται βαθμιαία σε μια απρόσωπη συμπεριφορά.
Άλλες χαρακτηριστικές ενδείξεις αποτελούν και οι στάσεις ψυχρότητας, τυπικότητας, αδιαφορίας και έλλειψης φροντίδας, ενδιαφέροντος και σεβασμού προς τους συναδέλφους του και τον ίδιο τον εαυτό του (Γούλας και συν., 2005).
Επιπλέον χαρακτηριστικές ενδείξεις είναι η δυσκολία αυτοσυγκέντρωσης, η τάση να ξεχνά εύκολα και να μην παρατηρεί σημαντικές λεπτομέρειες, να είναι επιρρεπής σε εσφαλμένες εκτιμήσεις, λάθη, απροσεξίες και ατυχήματα, να απουσιάζει ή να αργοπορεί συχνά στην εργασία του και να νιώθει μια έντονη τάση φυγής (Μάρκου, 2005). Το σύνδρομο, αν συνεχιστεί για αρκετό καιρό, οδηγεί το άτομο σε μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από απόσυρση και εντέλει κατάθλιψη.
Πολλές είναι οι πηγές του συνδρόμου της επαγγελματικής εξουθένωσης, σε ατομικό επίπεδο (προσδοκίες, κίνητρα και προσωπικότητα), σε διαπροσωπικό επίπεδο (επαφή με τον πελάτη, σχέσεις με τους συναδέλφους και τους προϊσταμένους και σχέσεις με την οικογένεια και τους φίλους), και σε επίπεδο οργάνωσης (φόρτος εργασίας, γραφειοκρατία, έλλειψη ανατροφοδότησης). Καμιά πηγή δεν είναι από μόνη της αιτία του συνδρόμου της επαγγελματικής εξουθένωσης. Το σύνδρομο της επαγγελματικής εξουθένωσης πρέπει να εξεταστεί ως αποτέλεσμα πολλών αιτίων, κάποια από τα οποία επηρεάζουν περισσότερο από άλλα (Maslach, 1989).
Oρισμένα ερευνητικά αποτελέσματα συσχετίζουν τις τάσεις και συμπεριφορές με την εργασία και άλλα συσχετίζουν την προσωπική καλή υγεία και τις σχέσεις με την οικογένεια και τους φίλους (Burke and Greenglass, 2001). Μεταξύ των σχετιζόμενων με την εργασία αποτελεσμάτων, η ικανοποίηση από την εργασία έχει τύχει της μεγαλύτερης ερευνητικής προσοχής. Γενικά, υψηλότερα επίπεδα ικανοποίησης από την εργασία συνδέονται με χαμηλότερα επίπεδα της επαγγελματικής εξουθένωσης (Maslach and Jackson, 1982; Piko, 2006).
Επειδή η επαφή με τον χρήστη των υπηρεσιών υγείας είναι ένας κρίσιμος παράγοντας που συμβάλλει στην επαγγελματική εξουθένωση, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι η επαγγελματική εξουθένωση οδηγεί σε πληθώρα συμπεριφορών που εμπεριέχουν την απόσυρση από τους ασθενείς. Έτσι, οι εξουθενωμένοι άνθρωποι βιώνουν υψηλότερα επίπεδα επαγγελματικής εξάντλησης και επιθυμούν να σπαταλούν λιγότερο χρόνο, εργαζόμενοι άμεσα με τους ασθενείς, να προσπαθούν να αποφύγουν την επαφή μαζί τους, να απουσιάζουν από την εργασία τους ή να επεκτείνουν το διάλειμμά τους και να έχουν ισχυρότερη τάση διακοπής της εργασίας τους (Maslach and Jackson, 1982, 1986 στο Maslach, 1989).
O Jones (1981), ωστόσο, υποστηρίζει ότι η επαγγελματική εξουθένωση σχετίζεται με περισσότερα λάθη στην εργασία, με λιγότερο ανθρωπιστικές πρακτικές και με περισσότερο επιθετική συμπεριφορά προς τους ασθενείς. Η επαγγελματική εξουθένωση σχετίζεται επίσης με ενδείξεις προσωπικής δυσλειτουργίας, όπως αύξηση των σωματικών ενοχλήσεων και ασθένεια (Pines et al., 1981), μια αίσθηση προσωπικής ανεπάρκειας και αποτυχίας καθώς και αύξηση της κατανάλωσης αλκοόλ (Maslach and Jackson, 1982). Τελικά, αν και η επαγγελματική εξουθένωση οφείλεται στο εργασιακό στρες, παρατηρείται αρνητική μετακύλιση στη ζωή στο σπίτι με τη μορφή μεγαλύτερης απόσυρσης από τα μέλη της οικογένειας (Maslach and Jackson, 1982).
Πολλοί από τους πρόσφατους προβληµατισµούς σχετικά µε την επαγγελµατική εξουθένωση στρέφονται γύρω από το ερώτηµα του κατά πόσο το νέο αυτό σύνδροµο είναι κάτι πραγµατικά διαφορετικό από άλλα ήδη υπάρχοντα σύνδροµα ή έννοιες, όπως το εργασιακό στρες και η κατάθλιψη (Maslach et al., 2001) ή αν και κατά πόσο πρόκειται για “παλιό κρασί σε καινούρια µπουκάλια”, όπως το θέτουν οι Schaufeli & Enzmann (1998).
Η σχέση της κατάθλιψης µε την επαγγελµατική εξουθένωση θα εξεταστεί σε ξεχωριστό κεφάλαιο, λόγω της ιδιαίτερης σηµασίας της για την παρούσα έρευνα. Όσο για τη σχέση της επαγγελµατικής εξουθένωσης µε το εργασιακό στρες, οι περισσότεροι ερευνητές συµφωνούν ότι πρόκειται για δύο διαφορετικές έννοιες. Αρκετοί από αυτούς έχουν µελετήσει και προτείνει συγκεκριµένα χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν τις δύο αυτές έννοιες.
Ο Bril (1984, αναφ. στο Schaufeli & Enzmann, 1998) υποστηρίζει ότι το στρες αναφέρεται σε µια προσωρινή προσαρµοστική διαδικασία που συνοδεύεται από σωµατικά και ψυχικά συµπτώµατα. Η διαδικασία αυτή αντικατοπτρίζεται από τις γραµµές Α και Β στο σχήµα 1.1.
Η γραµµή Α αναπαριστά ένα άτοµο που βίωσε στρες και γύρισε στα φυσιολογικά επίπεδα λειτουργίας του. Στην γραµµή Β βρίσκεται στην σωστή πορεία αλλά δεν έχει φτάσει ακόµα το αρχικό επίπεδο του/ της. Η επαγγελµατική εξουθένωση, από την άλλη µεριά, αναφέρεται σε µια κατάρρευση που συνοδεύεται από χρόνια δυσλειτουργία στην εργασία. Αυτό φαίνεται στις γραµµές Γ και Δ. Η Γ αναπαριστά ένα άτοµο που κατέρρευσε και δυσλειτουργεί σε ένα σταθερό επίπεδο ενώ στην Δ το άτοµο βρίσκεται ακόµα στην διαδικασία επιδείνωσης.
Έτσι, το εργασιακό στρες και η επαγγελµατική εξουθένωση µπορούν να διαφοροποιηθούν αναδροµικά όταν το χρονικό πλαίσιο ληφθεί υπόψη.
Σχήµα 1 : Στρες και επαγγελµατική εξουθένωση
Abbildung in dieser Leseprobe nicht enthalten
Οι Cordes και Dougherty (1993) θεωρούν ότι ενώ η συναισθηµατική εξάντληση είναι µια µεταβλητή που παραδοσιακά συσχετίζεται µε το στρες, η αποπροσωποποίηση είναι µια καινούρια έννοια που δεν έχει εµφανιστεί προηγουµένως στην βιβλιογραφία για το στρες. Η µειωµένη προσωπική επίτευξη επιβεβαιώνει τον ισχυρισµό (Bril 1984, στο : Schaufeli & Enzmann, 1998)ότι η αντίληψη του εαυτού είναι κεντρική για την βίωση στρες.
Αυτό υποδηλώνει ότι η επαγγελµατική εξουθένωση είναι µια µοναδική, πολυδιάστατη, χρόνια αντίδραση στο στρες που ξεπερνά την βίωση απλής συναισθηµατικής εξάντλησης.
Οι δύο εξεταζόµενες έννοιες αναφέρονται σε πολύπλοκες αλληλεπιδράσεις ατόµου– περιβάλλοντος και είναι υποκειµενικής φύσης, αφού το βασικότερο ρόλο παίζουν οι εκτιµήσεις του ίδιου του ατόµου και όχι οι αντικειµενικές συνθήκες. (Handy, 1988, αναφ. στο Δεµερούτη, 2001).
Όµως, κατά την Maslach (1993, αναφ. στο Δεµερούτη, 2001) η επαγγελµατική εξουθένωση είναι κάτι περισσότερο από εκτίµηση, καθώς περιλαµβάνει και επανειληµµένες αποτυχίες στην αντιµετώπιση των αγχογόνων καταστάσεων στον εργασιακό χώρο. Το στρες, από την άλλη πλευρά, δεν συνδέεται µε αρνητικές στάσεις και συµπεριφορές απέναντι στους αποδέκτες των κοινωνικών υπηρεσιών, στην εργασία και στον οργανισµό γενικότερα.
Κατά την Pines (1993), ενώ ο καθένας µπορεί να βιώσει στρες, η επαγγελµατική εξουθένωση µπορεί να συµβεί µόνο σε ανθρώπους που µπαίνουν στο επάγγελµα µε υψηλούς στόχους, προσδοκίες και κίνητρα, ανθρώπους που περιµένουν να αποκοµίσουν µια αίσθηση σηµαντικότητας µέσα από την εργασία τους. Ένα άτοµο που δεν έχει τέτοιες προσδοκίες µπορεί να βιώσει στρες αλλά όχι επαγγελµατική εξουθένωση. Επιπλέον, ενώ το στρες µπορεί να εµφανιστεί σε κάθε τύπο εργασίας, η επαγγελµατική εξουθένωση συµβαίνει περισσότερο σε επαγγέλµατα που συνεπάγονται επαφή µε ανθρώπους και αναπτύσσεται λόγω των συναισθηµατικών απαιτήσεων αυτής της αλληλεπίδρασης.
Τέλος, το στρες από µόνο του δεν οδηγεί σε επαγγελµατική εξουθένωση (Iacovides, 2003, Pines, 1993). Ένα άτοµο µπορεί να είναι πολύ αποτελεσµατικό σε στρεσογόνα και απαιτητικά επαγγέλµατα αν πιστεύει ότι η εργασίατου είναι σηµαντική (Pines, 1993).
Ατοµικά χαρακτηριστικά
Η ηλικία είναι ένα δηµογραφικό χαρακτηριστικό που έχει συσχετιστεί περισσότερο από κάθε άλλο µε την επαγγελµατική εξουθένωση (Mor & Laliberte, 1984; Birch etal., 1986; Poulin & Walter, 1993a, αναφ. στο Schaufeli & Enzmann, 1998). Έχει βρεθεί ότι µεταξύ των επαγγελµατιών η επαγγελµατική εξουθένωση παρατηρείται περισσότερο σε άτοµα µεταξύ 30 έως 40 ετών, δηλαδή συνήθως στην αρχή της καριέρας, πράγµα που σηµαίνει ότι η επαγγελµατική εξουθένωση έχει αρνητική συνάφεια µε την επαγγελµατική εµπειρία. Η σχέση της επαγγελµατικής εξουθένωσης µετο φύλο δεν είναι τόσο ξεκάθαρη, όπως παρατηρούν οι Schaufeli & Enzmann (1998):
Κάποιες έρευνες δείχνουν ότι εµφανίζεται περισσότερο σε γυναίκες (Bussing &Perrar, 1991; Maslach & Jackson, 1981b; Poulin & Walter, 1993a), όµως έχει βρεθεί και το ακριβώς αντίθετο (Price & Spence, 1994; Van Horn et al., 1997). Πάντως οι γυναίκες παρουσιάζουν συνήθως υψηλότερες βαθµολογίες στην κλίµακα της συναισθηµατικής εξάντλησης, ενώ οι άντρες στην αποπροσωποποίηση (Maslach, 2001).
Όσον αφορά την οικογενειακή κατάσταση, οι ανύπαντροι (και ιδιαίτερα οι άντρες) φαίνεται να είναι πιο επιρρεπείς στην επαγγελµατική εξουθένωση σε σχέση µε τους παντρεµένους (Mc Dermott, 1984; Maslach & Jackson, 1985; Raquepaw & Miller,1989, αναφ. στο Schaufeli & Enzmann, 1998).
Τέλος, υπάρχουν και κάποιες ενδείξεις (Mor & Laliberte, 1984, Birch et al., 1986, Cash, 1988, αναφ. στο Schaufeli & Enzmann, 1998) ότι τα άτοµα µε µεγαλύτερο µορφωτικό επίπεδο είναι περισσότερο επιρρεπή στην επαγγελµατική εξουθένωση.
Η επαγγελµατική εξουθένωση έχει µελετηθεί και σε σχέση µε τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας. Οι Schaufeli & Enzmann (1998) παρέχουν µια ανασκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας: Η “ανθεκτική προσωπικότητα” (hardy personality), που περιλαµβάνει συµµετοχή στις καθηµερινές δραστηριότητες, αίσθηση ελέγχου και δεκτικότητα στην αλλαγή, σχετίζεται µε όλες τις διαστάσεις της επαγγελµατικής εξουθένωσης. Όσο πιο ανθεκτική προσωπικότητα έχει ένα άτοµο, τόσο µικρότερη είναι η εξάντληση και η αποπροσωποποίηση και τόσο πιο µεγάλη η αίσθηση των προσωπικών επιτευγµάτων του (Nowack, 1986; Pierce & Molloy, 1990). Επίσης, άτοµα µε εξωτερική έδρα ελέγχου τείνουν να εµφανίζουν µεγαλύτερη εξάντληση, αποπροσωποποίηση και πιο µειωµένη αίσθηση προσωπικών επιτευγµάτων σε σχέση µε άτοµα που έχουν εσωτερική έδρα ελέγχου (Glass & McKnight, 1996).
Παρόµοια αποτελέσµατα έχουν βρεθεί και σε σχέση µε τις στρατηγικές αντιµετώπισης που χρησιµοποιεί ένα άτοµο απέναντι στις στρεσσογόνες συνθήκες. Άτοµα µε επαγγελµατική εξουθένωση φαίνεται να χρησιµοποιούν πιο πολύ παθητικές αµυντικές στρατηγικές παρά ενεργητικές (Enzmann, 1996).
Η αυτοεκτίµηση φαίνεται και αυτή να έχει αρνητική συνάφεια µε όλες τις διαστάσεις της επαγγελµατικής εξουθένωσης (Pfennig & Husch, 1994). Η προσωπικότητα τύπου Α έχει θετική συνάφεια µε την επαγγελµατική εξουθένωση και ιδιαίτερα µε την συναισθηµατική εξάντληση (Burke, 1985, Nowack, 1986).
Αρκετές έρευνες (Deary et al., Hills & Norvell, 1991) δείχνουν ότι από το µοντέλο των πέντε παραγόντων, ο νευρωτισµός είναι το χαρακτηριστικό που σχετίζεται πιο καθαρά µε την επαγγελµατική εξουθένωση και µε τρόπο θετικό.
Οι στάσεις απέναντι στην εργασία µπορούν επίσης να σχετίζονται µε την επαγγελµατική εξουθένωση.
Οι στάσεις που φαίνεται να έχουν θετική συνάφεια είναι ο ιδεαλισµός και οι υψηλές, µη ρεαλιστικές προσδοκίες (Dyment, 1989, Schwab et al.,1986, αναφ. στο Schaufeli & Enzmann, 1998) καθώς και ο µεγάλος βαθµός σύνδεσης µε την εργασία (Reilly, 1994, αναφ. στο Δεµερούτη, 2001.
Πληθώρα υποθέσεων έχει απασχολήσει την διεθνή βιβλιογραφία σχετικά µε την ανάπτυξη και εξέλιξη της επαγγελµατικής εξουθένωσης καθώς και τη σειρά µε την οποία αναπτύσσονται οι τρεις βασικές της διαστάσεις. Μικρή όµως είναι η εµπειρική έρευνα που έχει γίνει ώστε να ελεγχθούν οι υποθέσεις αυτές, κυρίως λόγω των δυσκολιών που θέτουν οι διαχρονικές έρευνες (Maslach et al., 2001).
Η δωδεκαετής έρευνα ατοµικών περιπτώσεων του Cherniss (1995, αναφ. στο Maslach et al., 2001) κατέληξε σε κάποια συµπεράσµατα που συγκρότησαν δύο συγγενείς αναπτυξιακές θεωρίες.
Σύµφωνα µε την πρώτη θεωρία, οι καλύτεροι και πιο ιδεαλιστές επαγγελµατίες είναι αυτοί που βιώνουν επαγγελµατική εξουθένωση. Τέτοιου είδους αφοσιωµένα άτοµα καταλήγουν να κάνουν πάρα πολλά για να υποστηρίξουν τα ιδανικά τους, αλλά αυτό οδηγεί σε εξάντληση και κυνισµό, όταν οι θυσίεςτους αποδεικνύονται ανεπαρκείς για να ικανοποιήσουν τους στόχους τους.
Σύµφωνα µε την δεύτερη θεωρία, η επαγγελµατική εξουθένωση είναι το αποτέλεσµα µακράς έκθεσης σε χρόνιο στρες. ως αποτέλεσµα, η επαγγελµατική εξουθένωση πρέπει να συµβαίνει αργά, παρά νωρίς, στην καριέρα ενός ατόµου και να είναι σχετικά σταθερή µε την πάροδο του χρόνου, αν το άτοµο παραµένει στην ίδια δουλειά. Οι Leiter & Maslach (1988, αναφ. στο Maslach et al., 2001) υποστηρίζουν ότι πρώτη χρονικά εµφανίζεται η εξάντληση, που οδηγεί στον κυνισµό, ακολουθούµενο στην συνέχεια από την µειωµένη αποτελεσµατικότητα.
Σε γενικές γραµµές η έρευνα έχει δείξει αρκετά καθαρά την διαδοχική πορεία από την εξάντληση στον κυνισµό. Όµως,η επόµενη πορεία προς την µειωµένη αποτελεσµατικότητα είναι λιγότερο καθαρή, µε τα περισσότερα σύγχρονα δεδοµένα να υποστηρίζουν ότι µάλλον η τρίτη αυτή διάσταση αναπτύσσεται συγχρόνως µε τον κυνισµό, παρά τρίτη στη σειρά.
Σε ένα τρίτο µοντέλο (Golebiewski & Munzenrider 1988, αναφ. στο Schaufeli & Enzmann, 1998) η επαγγελµατική εξουθένωση χαρακτηρίζεται ως µια σφοδρή διαδικασία που αναπτύσσεται σε οκτώ φάσεις και προκαλείται από την ύπαρξη παραγόντων πίεσης στην εργασία. Επιπλέον, υποστηρίζεται ότι η αποπροσωποποίηση (κυνισµός) αποτελεί την πρώτη φάση της επαγγελµατικής εξουθένωσης και ακολουθούν η µειωµένη αποτελεσµατικότητα και τέλος η εξάντληση.
Το παραπάνω µοντέλο διαφοροποιείται ως προς την εξέλιξη του συνδρόµου σε σχέση µε αυτό των Leiter & Maslach (1988), αλλά οι Schaufeli & Enzmann (1998) αναφέρουν ότι τα ευρήµατα πρόσφατων εµπειρικών ερευνών (Lee & Ashforth, 1993, Cordes, et al., 1997) ταιριάζουν κάπως καλύτερα–αν και όχι οριστικά– µε το µοντέλο των Leiter & Maslach.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΙΚΑΝOΠOΙΗΣΗ
Η επαγγελματική ικανοποίηση είναι μία έννοια η οποία, αν και έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης εδώ και δεκαετίες (Locke, 1976), εμφανίζει προβλήματα στη μέτρησή της από την ανυπαρξία ενός κοινά αποδεκτού ορισμού (Antoniou and Antonodimitrakis, 2001; Antoniou, Davidson and Cooper, 2003; Jayaratne and Chess, 1984; Maslach, 1982). Η κυρίαρχη αντίληψη είναι ότι η επαγγελματική ικανοποίηση συνδέεται με το βαθμό κάλυψης των αναγκών και εκπλήρωσης των στόχων του ατόμου (Χαραλαμπίδου, 1996).
Η επαγγελματική ικανοποίηση μπορεί να οριστεί ως η θετική στάση του εργαζόμενου ατόμου προς το επαγγελματικό του έργο. Αποτελεί, κατά συνέπεια, απόρροια της εκπλήρωσης των υποκειμενικών εργασιακών προσδοκιών ή της σύμπτωσης του τύπου της προσωπικότητας του εργαζομένου και του περιβάλλοντος εργασίας, γεγονός που εξηγεί ότι διαφορετικά άτομα έχουν διαφορετικές εκτιμήσεις για την ίδια εργασία (Χαραλαμπίδου, 1996). Η επαγγελματική ικανοποίηση αποτελεί ένα επίκαιρο θέμα στην οργανωτική/βιομηχανική ψυχολογία, κυρίως γιατί θεωρείται ότι έχει άμεση σχέση τόσο με την ψυχική υγεία του εργατικού δυναμικού, όσο και με το ενδιαφέρον των επιχειρήσεων να έχουν υψηλή αποδοτικότητα και σε πολλές περιπτώσεις, σταθερό, μόνιμο και ικανοποιημένο προσωπικό (Κάντας, 1998). Αν και αρχικά θεωρούνταν ότι οι εργαζόμενοι είχαν μόνο μια συνολική αίσθηση ικανοποίησης για την εργασία τους, πλέον έχει γίνει κατανοητό ότι αυτοί μπορούν επίσης να έχουν διαφορετικά συναισθήματα για διαφορετικές πλευρές της εργασίας τους, περιλαμβανομένων της ίδιας της φύσης της εργασίας τους, της αμοιβής τους, των συναδέλφων τους και άλλων σχετικών θεμάτων (Judge, 2002). Έτσι, η επαγγελματική ικανοποίηση δεν είναι μια απλή έννοια, αλλά αποτελείται από επιμέρους στοιχεία και, επομένως, μπορεί να διακριθεί σε εσωγενή (ενδογενή) και εξωγενή (Κάντας, 1998).
Η εσωγενής ικανοποίηση, η οποία έχει σχέση με το περιεχόμενο της εργασίας, αναφέρεται σε εκείνες τις όψεις της εργασίας που έχουν να κάνουν με την εκτέλεσή της καθεαυτήν (π.χ. ελευθερία επιλογών ως προς τον τρόπο επιτέλεσης του έργου, βαθμός υπευθυνότητας, ποικιλία δραστηριοτήτων, χρήση δεξιοτήτων, εποπτεία κ.τ.λ.). Η εξωγενής ικανοποίηση, η οποία έχει σχέση με το πλαίσιο μέσα στο οποίο πραγματοποιείται η εργασία, αναφέρεται στις συνθήκες εργασίας, το ωράριο, την ασφάλεια, τις αμοιβές κ.τ.λ. Επομένως, η επαγγελματική ικανοποίηση δεν αναγνωρίζεται πλέον ως μια απλή, μονοδιάστατη έννοια, αλλά ως ένα πολύπλοκο σύνολο στάσεων απέναντι σε διαφορετικές όψεις ενός επαγγέλματος, οι οποίες προκύπτουν από τις προσδοκίες ενός ατόμου για την εργασία του και τις εμπειρίες του. Ερευνητικά καταγράφονται πέντε σημαντικές διαστάσεις σε κάθε στάση απέναντι στην εργασία, οι οποίες όλες αντανακλούν συναισθηματικές αποκρίσεις σε συγκεκριμένες πλευρές μιας εργασίας (Rollinson, Broadfield, and Edwards, 1998). Oι διαστάσεις αυτές είναι: α) Η ίδια η εργασία, β) η αμοιβή, γ) η προαγωγή, δ) η επίβλεψη και ε) οι συνάδελφοι. Κινούμενοι σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο οι άξονες που χρησιμοποιήθηκαν για τη μέτρηση της ικανοποίησης είναι: (1) άμεσος προϊστάμενος, (2) συνθήκες εργασίας-μισθός (3) συνεργάτες και (4) ευκαιρίες για προαγωγή (Warr, Cook and Wall, 1979).
Αναφορικά με τη σχέση επαγγελματικής ικανοποίησης–εξουθένωσης, το θέμα έχει προκύψει από την ερμηνεία της συχνά ευρισκόμενης αρνητικής συσχέτισης μεταξύ των δύο αυτών εννοιών. Αν και η συσχέτιση δεν είναι αρκετά υψηλή ώστε να συνάγεται ότι αυτές οι δύο έννοιες είναι στην ουσία αλληλοεπικαλυπτόμενες, τα αποτελέσματα των ερευνών έχουν οδηγήσει κάποιους ερευνητές στο συμπέρασμα ότι η επαγγελματική ικανοποίηση και η επαγγελματική εξουθένωση συνδέονται άμεσα (Aiken, Clarke, Sloane, Sochalski and Silber 2002; Bennett, Plint and Clifford, 2005; Brewer and Clippard, 2002; Penn, Romano and Foat, 1988; Wright and Bonett, 1997).
Στο χώρο της υγείας, η διερεύνηση του φαινομένου της επαγγελματικής εξουθένωσης και της σχέσης του με την επαγγελματική ικανοποίηση έχει συχνά αποτελέσει ερευνητικό στόχο. Σε δείγμα γιατρών στην Oλλανδία, οι Visser και συν. (2003) βρήκαν ότι η χαμηλή επαγγελματική ικανοποίηση και τα υψηλά επίπεδα στρες ερμήνευαν ποσοστό 41% της διακύμανσης της επαγγελματικής εξουθένωσης. Σε δείγμα Ελβετών γιατρών, οι Bovier και συν. (2009) βρήκαν ότι όσο μεγαλύτερη ήταν η επαγγελματική ικανοποίηση, τόσο καλύτερα οι γιατροί αντιμετώπιζαν την επαγγελματική εξουθένωση. Oι Renzi και συν. (2005) βρήκαν ότι η αυξημένη επαγγελματική ικανοποίηση των Ιταλών γιατρών καθώς και η μεγαλύτερη ηλικία σχετίζονταν με μειωμένη πιθανότητα εμφάνισης επαγγελματικής εξουθένωσης. Στη Μεγάλη Βρετανία, σε δείγμα χειρουργών του Εθνικού Συστήματος Υγείας, οι Sharma και συν. (2008) βρήκαν ότι η επαγγελματική ικανοποίηση σχετιζόταν αρνητικά με την επαγγελματική εξουθένωση.
Παρόμοια, σε έρευνα σε δείγμα γιατρών στην Τουρκία, οι Ozyurt και συν. (2006) βρήκαν ότι η επαγγελματική ικανοποίηση σχετιζόταν αρνητικά με τη συναισθηματική εξάντληση και την αποπροσωποποίηση και θετικά με τα προσωπικά επιτεύγματα. Συνεπώς, η πλειονότητα των ερευνών συγκλίνουν στο εύρημα ότι η επαγγελματική ικανοποίηση και η επαγγελματική εξουθένωση σχετίζονται αρνητικά μεταξύ τους.
Παρόλα αυτά, η ακριβής φύση της σχέσης ανάμεσα στην επαγγελματική ικανοποίηση και την επαγγελματική εξουθένωση εξακολουθεί να αποτελεί ένα θέμα αμφιλεγόμενο. H επαγγελματική εξουθένωση οδηγεί τους εργαζόμενους στο να μην είναι ικανοποιημένοι από την εργασία τους, ή η μείωση της επαγγελματικής ικανοποίησης λειτουργεί ως πρόδρομος παράγοντας της επαγγελματικής εξουθένωσης; Εναλλακτικά, υπάρχει η πιθανότητα και τα δύο να προκαλούνται από άλλους, τρίτους, παράγοντες, όπως είναι για παράδειγμα οι άσχημες εργασιακές συνθήκες. Σε αυτό το πλαίσιο, η υπόθεση εργασίας της έρευνας είναι ότι όσοι έχουν υψηλά επίπεδα επαγγελματικής εξουθένωσης και στις τρεις διαστάσεις αναμένεται να εμφανίσουν και χαμηλή επαγγελματική ικανοποίηση.
2.1 ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ
Η αναμονή του διορισμού, συνήθως πολύχρονη, η αλλεπάλληλη τοποθέτηση σε θέσεις «αναπληρωτή», και οι μετακινήσεις σε διάφορες περιοχές του ελλαδικού χώρου λιπαίνουν το έδαφος της επαγγελματικής εξουθένωσης του εκπαιδευτικού. Ο πτυχιούχος μιας παιδαγωγικής σχολής ο οποίος ενδιαφέρεται να βρει μια θέση εκπαιδευτικού στη σχολική εκπαίδευση πρέπει πρώτα για να διεκδικήσει μια θέση στη σχολική εκπαίδευση να ολοκληρώσει ξέχωρα από τα άλλα τα μαθήματά του ένα εξάμηνο σπουδών εντός ή εκτός των προπτυχιακών του σπουδών για να λάβει Πιστοποιητικό Παιδαγωγικής Επάρκειας. Μετά από αυτό πρέπει να στοχεύσει σε πιστοποίηση ξένης γλώσσας και χειρισμού Η/Υ καθώς αυτά του προσφέρουν κάποια μόρια.
Παράλληλα, πρέπει να επιστρέψει σε φροντιστηριακά θρανία για να μπορέσει να πάρει μέρος σε κάποιον ή σε κάποιους διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ. Παράλληλα πρέπει να έχει στο νου του κάποιο μεταπτυχιακό καθώς και αυτό μοριοδοτείται.Και παράλληλα να περάσει χρόνια σε σχολεία της επαρχίας για να μαζευτούν μόρια εφόσον βέβαια έχει εξασφαλίσει μια κάποια χρηματοδότηση από την οικογένεια.
Αν όλα αυτά πάνε καλά και η οικογένεια έχει τη δυνατότητα να τον χρηματοδοτεί περίπου 5-10 χρόνια μετά την κτήση του πτυχίου του δίνει στο ΑΣΕΠ, σε έναν διαγωνισμό που είναι τροχός της τύχης και που απαξιώνει το ίδιο του το πτυχίο. Σε περίπτωση που ανήκει στο προνομιούχο 5% περίπου και έχει προβιβάσιμο βαθμό στο διαγωνισμό, δεν έχει καθόλου σίγουρο ότι αυτό θα του ανοίξει την πόρτα του σχολείου αν ξεπεράσει και αυτό το εμπόδιο και προσληφθεί τότε για δυο χρόνια κινδυνεύει να μετατραπεί σε υπήκοο καθώς θα βρεθεί κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του μέντορα του σχολικού σύμβουλου και του διευθυντή που μπορούν, με βάση το θεσμικό πλαίσιο να τον οδηγήσουν στην αφετηρία με μια αρνητική κρίση. ,
Αλλά και οι μαθητές είναι δυσαρεστημένοι γιατί «ροκανίζουν» την εφηβεία τους στο τρίγωνο σχολείο – φροντιστήριο – ιδιαίτερο, σ΄ ένα «εκπαιδευτικό σύστημα αμάθειας».
Περισσότερο από ποτέ το σχολείο βιώνεται από τους πρωταγωνιστές του ως χώρος «εξεταστικής θυσίας», σαν μια άχαρη και ψυχρή «αίθουσα αναμονής» στην οποία αναγκαστικά περιμένει ο μαθητής μέχρι να έρθει η ώρα του μοιράσματος των τίτλων. Αν ρωτήσουμε τι νομίζουν ότι ευθύνεται για την άχαρη ζωή τους: Ο εκπαιδευτικός.
Οι εκπαιδευτικοί είναι δυσαρεστημένοι γιατί παράλληλα με τα οικονομικά προβλήματα που τους οδηγούν στην αναζήτηση δεύτερης δουλειάς, βαραίνουν και τα βαριεστημένα μάτια των μαθητών που προγυμνάζονται στο διπλανό φροντιστήριο ενώ από την άλλη «έχουν » το εχθρικό υπονοούμενο της κοινής γνώμης που έντεχνα κατευθύνεται να τους θεωρεί μοναδικούς υπεύθυνους.
Ας δούμε τώρα ορισμένες πιο χειροπιαστές αιτίες
1) Η συμπεριφορά των μαθητών, (όσο το σχολείο απαξιώνεται, όσο ο νέος άνθρωπος απομακρύνεται έντεχνα από την αντίληψη ότι η γνώση είναι δύναμη που μπορεί να αλλάξει τον κόσμο αρκεί να κάνει συλλογικά όνειρα, όσο οι επαγγελματικές προοπτικές στενεύουν, όσο ο εκπαιδευτικός σπρώχνεται να αντιμετωπίσει το μαθητή χωρίς τη λογική της διαπαιδαγώγησης, τόσο θα αυξάνουν τα φαινόμενα της σχολικής παραβατικότητας, το φτύσιμο και η παγερή αδιαφορία),
2) οι κακές εργασιακές σχέσεις, (μισθός, εξέλιξη, έλλειψη εποπτικού υλικού, η αίσθηση ότι δεν ελέγχει αυτά που συμβαίνουν στο χώρο εργασίας του, η αίσθηση ότι δεν τον λαμβάνουν καθόλου υπόψη στις εκπαιδευτικές αλλαγές , το ραβε - ξήλωνε),
3) Η καλλιέργεια ανταγωνιστικού κλίματος μεταξύ των εκπαιδευτικών, η ανασφάλεια της αρνητικής αξιολόγησης,
4) Οι οργανωτικές απαιτήσεις της εκπαίδευσης, και συγκεκριμένα, η ανάγκη συνεχούς παρακολούθησης και ολοκλήρωσης του αναλυτικού προγράμματος σε συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια, (για παράδειγμα στα Λύκεια με τις πανελλαδικές. Το σχολείο και η μαθησιακή διαδικασία αντιμετωπίζεται σαν μια εταιρεία τραίνων που το μόνο που ενδιαφέρει είναι να τηρηθούν τα ωράρια)
5) Η αδυναμία του να αντεπεξέλθει στα διδακτικά του καθήκοντα, είτε λόγω απειρίας είτε λόγω ανεπάρκειας (ανεπαρκή επιμόρφωση, αλλαγές στο γνωστικό και διδακτικό αντικείμενο)
6) Η διάψευση των προσδοκιών του για το ρόλο του στην εκπαίδευση, η αίσθηση της εγκατάλειψης και ο συμβιβασμός με την υπάρχουσα κατάσταση.
Η επαγγελματική εξουθένωση των εκπαιδευτικών έχει κατά καιρούς μελετηθεί από πληθώρα ερευνητών δεδομένου ότι πρόκειται για ένα φαινόμενο που πλήττει μεγάλο αριθμό ατόμων που απασχολούνται στο χώρο της εκπαίδευσης. Στους λόγους εμφάνισης του φαινομένου περιλαμβάνονται η συναισθηματική εμπλοκή των εκπαιδευτικών στις σχέσεις τους με τους μαθητές και τους γονείς, η συμμόρφωση με κανόνες και η μειωμένη αυτονομία που τους προσδίδει το σχολικό περιβάλλον σε αντίθεση με την ανάγκη τους για ανεξαρτησία που θα τους οδηγήσει στην υπαρξιακή ολοκλήρωση, η ασάφεια των ρόλων και η έλλειψη αναγνώρισης καθώς και οι υψηλές αυτοεπιβαλλόμενες προσδοκίες τους (Brock & Grady, 2000; Halling, 2004).
Τι γίνεται όμως όταν η επαγγελματική εξουθένωση συνδέεται με το νόημα ύπαρξης του εκπαιδευτικού; Σύμφωνα με την υπαρξιακή προσέγγιση, η επαγγελματική εξουθένωση του εκπαιδευτικού συνοδεύεται από το αίσθημα «υπαρξιακού κενού» (existential vacuum), τη συνεχή έλλειψη σωματικής-ψυχολογικής ενέργειας, την απώλεια προσανατολισμού, το αίσθημα απώλειας νοήματος της εργασίας που επεκτείνεται και σε άλλες όψεις της ζωής, την απώλεια ενδιαφέροντος και την έλλειψη πρωτοβουλίας (Frankl, 1983).
2.2 ΕΡΕΥΝΕΣ
Όπως ήδη αναφέρθηκε, ο όρος «επαγγελματική εξουθένωση» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1974 από τον Freudenberger για την περιγραφή των συμπτωμάτων σωματικής και ψυχικής εξουθένωσης σε επαγγελματίες υπηρεσιών ψυχικής υγείας.
Σήμερα, από τις 5.500 δημοσιευμένες μελέτες για την επαγγελματική εξουθένωση, οι περισσότερες αφορούν στους επαγγελματίες της υγείας σε ποσοστό 34% .Διάφορες έρευνες έχουν καταλήξει ότι οι σημαντικότερες πηγές επαγγελματικής εξουθένωσης αφορούσαν σε οργανωτικά και διοικητικά προβλήματα, όπως η περικοπή του εργατικού δυναμικού, οι μεταρρυθμίσεις στις υπηρεσίες υγείας και η έλλειψη ενημέρωσής τους για τις αλλαγές αυτές.
Επίσης, άλλοι παράγοντες που οδηγούν επαγγελματίες να εμφανίσουν το σύνδρομο αυτό είναι αφενός το γεγονός ότι είναι υπεύθυνοι για ανθρώπινες ζωές και όχι για απρόσωπα αντικείμενα και αφετέρου στο ότι οι πράξεις ή οι παραλείψεις τους έχουν σημαντικό αντίκτυπο στους ανθρώπους αυτούς. Οι στρεσογόνοι αυτοί παράγοντες είναι δυνατόν να επιδεινωθούν από την έντονη προσπάθεια που καταβάλλουν οι επαγγελματίες προκειμένου να φαίνεται ότι είναι ήρεμοι και ελέγχουν την κατάσταση, αλλά την ίδια στιγμή να συμμετέχουν συναισθηματικά και να δείχνουν ενδιαφέρον για τα προβλήματα των ανθρώπων με τους οποίους συναναστρέφονται.
Ωστόσο, όμως, αρκετοί άλλοι επαγγελματίες που δεν προσφέρουν άμεσα κοινωνικές υπηρεσίες, ενδεχομένως να αισθανθούν επαγγελματική εξουθένωση εξαιτίας των αυξημένων ευθυνών και επειδή ο ρόλος τους απαιτεί να συνδράμουν τους υπαλλήλους να επιλύουν όχι μόνο επαγγελματικά προβλήματα αλλά και να αντεπεξέρχονται σε προσωπικές δυσκολίες.
Έτσι, οι επαγγελματίες που βιώνουν συναισθηματική εξάντληση αισθάνονται συναισθηματικά «στεγνωμένοι» και απογοητευμένοι από τα περιστατικά της ημέρας. Γενικά, αισθάνονται κόπωση και δεν μπορούν να βοηθήσουν και να επικοινωνήσουν στοιχειωδώς με τους ανθρώπους γύρω τους. Καθώς κάθε πρωί αντιμετωπίζουν το επάγγελμά τους ως αναπόφευκτο κακό από το οποίο δεν μπορούν να δραπετεύσουν, πολλές φορές είναι αδύνατο να αναπτύξουν στενότερες ανθρώπινες σχέσεις με ανθρώπους που χρειάζονται την επιστημονική αλλά και τη συναισθηματική τους υποστήριξη. Αντί γι’ αυτό, προσπαθούν να κρατήσουν μια απόσταση ασφαλείας από άλλα άτομα που θεωρούνται ως πηγή της εξάντλησής τους.
[...]
- Quote paper
- Eleni-Marina Xynopoulou (Author), 2018, Professional Burnout of Music Teachers in Public Schools, Munich, GRIN Verlag, https://www.grin.com/document/1112726
-
Upload your own papers! Earn money and win an iPhone X. -
Upload your own papers! Earn money and win an iPhone X. -
Upload your own papers! Earn money and win an iPhone X. -
Upload your own papers! Earn money and win an iPhone X. -
Upload your own papers! Earn money and win an iPhone X. -
Upload your own papers! Earn money and win an iPhone X. -
Upload your own papers! Earn money and win an iPhone X. -
Upload your own papers! Earn money and win an iPhone X. -
Upload your own papers! Earn money and win an iPhone X. -
Upload your own papers! Earn money and win an iPhone X. -
Upload your own papers! Earn money and win an iPhone X. -
Upload your own papers! Earn money and win an iPhone X. -
Upload your own papers! Earn money and win an iPhone X. -
Upload your own papers! Earn money and win an iPhone X. -
Upload your own papers! Earn money and win an iPhone X. -
Upload your own papers! Earn money and win an iPhone X. -
Upload your own papers! Earn money and win an iPhone X. -
Upload your own papers! Earn money and win an iPhone X.